Ο γνωστός κυρίως ως ποιητής και δημοσιογράφος Ρώμος Φιλύρας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου) γεννήθηκε το 1888 στο Κιάτο Κορινθίας και το 1902 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Η πρώτη εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε με ένα πεζογράφημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Μυτιλήνης «Χαραυγή». Από το 1903 υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας για τα ποιήματα που δημοσίευε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς. Μαθητής Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Διάπλαση των Παίδων, Ακρόπολις, Πρόοδος, Νέα Ελλάς, Πατρίς, Ελεύθερον Βήμα, Καθημερινή, Ηγησώ, Εστία, Νέα Εστία, Κύκλος και Ξεκίνημα κ.ά.), όπου δημοσίευσε ποιήματα, χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Το 1911 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ρόδα στον αφρό.
Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο Δικαστικό Σώμα του Στρατού. Την ίδια χρονιά εξέδωσε το πεζογράφημα Ο θεατρίνος της ζωής (1916). Έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου έπαθε κρυοπαγήματα. Εκείνη την περίοδο εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές: Γυρισμοί 1912-1918 (1919), Οι ερχόμενες (1920), Κλεψύδρα (1921), Πιερρότος (1922), Θυσία (1923).
Ο Ρώμος Φιλύρας ανδρώθηκε μέσα στο κλίμα των αλλεπάλληλων πολέμων που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία και ολόκληρο το κόσμο στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Έφηβος στρατιώτης στους βαλκανικούς πολέμους, ανθυπολοχαγός την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ζει εκ των έσω την οδύνη του πολέμου και με ευαισθησία και οξυδέρκεια διαισθάνεται και διαβλέπει την αστάθεια και τα αδιέξοδα των μελλούμενων καιρών.
Το 1924 αποτάχθηκε από το στρατό λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης (σύφιλης). Το 1927 κλείστηκε εθελοντικά στο Δρομοκαΐτειο με προχωρημένη σύφιλη, ενώ έπασχε από την ασθένεια ήδη οκτώ χρόνια προτού εισαχθεί στο ίδρυμα. Τα πρώτα χρόνια μέσα στο Δρομοκαΐτειο ο νους του δεν είχε διαταραχθεί, σιγά σιγά όμως άρχισε να βυθίζεται στην παράνοια. Είκοσι τρία χρόνια έζησε με τη σύφιλη. Πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1942.
Την εποχή που ο Φιλύρας εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στη φιλολογική Αθήνα της εποχής. Ο Βάρναλης χαρακτήριζε τον Φιλύρα «Ρεμπώ της Ελλάδος», κάτι που θα επισημάνει κι ο Μαλακάσης, συσχετίζοντας την ποίησή του με το «Μεθυσμένο καράβι» του Ρεμπώ και τα «Ασματα του Μαλντορόρ» του Λωτρεαμόν. Ο Ρώμος Φιλύρας τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών Ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο, ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους.
Ο Ρώμος Φιλύρας είναι ένας από τους λογοτέχνες της εποχής που νοσηλεύτηκαν κατά καιρούς στο Δρομοκαΐτειο (μεταξύ αυτών οι Γεώργιος Βιζυηνός, Άριστος Καμπάνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Γεράσιμος Βώκος) μερικά από τα έργα των οποίων δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους, σε περιόδους πνευματικής διαύγειας. Η κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Λ. Τσιριμώκου μνημονεύει τη μακρόχρονη αντοχή των περισσοτέρων στα Ελληνικά Γράμματα, παρά την ψυχική τους νόσο και σχολιάζει ότι επιπόλαιοι συσχετισμοί βίου και έργου περιθωριοποίησαν επί μακρόν τον Μητσάκη στην περιοχή της «συμπαθούς γραφικότητας» ή της «ιδιάζουσας περίπτωσης», περιοχή στην οποία καθηλώθηκε επίσης επί μακρόν ο Βιζυηνός και από την οποία επείγει να εξέλθει και ο Φιλύρας.
Ο Κώστας Καρυωτάκης έγραψε για τον Φιλύρα το ποίημα με τον τίτλο Υποθήκαι [παρατίθεται προς το τέλος]. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Αναστασάκης, που δραματοποιήσε το 2009 τον βίο του ποιητή στο ιστορικό ίδρυμα στην παράσταση Να μου στείλετε μια ρεπούμπλικα!, σχολιάζει: «Ο Καρυωτάκης τον επισκέφθηκε στο Δρομοκαΐτειο και μετά έγραψε το ποίημα. Λέγεται ότι και ο Καρυωτάκης έπασχε από σύφιλη και δεν ήθελε να έχει την ίδια κατάληξη με τον Φιλύρα, πιθανώς αυτός να ήταν και ο βασικός λόγος της αυτοκτονίας του». Το 1927 εισήχθη ο Φιλύρας στο Δρομοκαΐτειο, το 1928 αυτοκτόνησε ο Κώστας Καρυωτάκης.
Πολύ περισσότερα, 350 και πλέον, είναι τα ποιήματα που έγραψε ο Ρώμος Φιλύρας μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο. Οσοι τον επισκέπτονταν έφευγαν με χειρόγραφά του, λυρικά και παραληρηματικά ποιήματα σκαλισμένα σε σημειωματάρια, σε κουρελόχαρτα, σε κουτιά τσιγάρων. Με τον ίδιο τρόπο δραπέτευσε το ημερολόγιό του, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Καθημερινή το 1929 με τον τίτλο Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειον.
Με πρωτοβουλία του Αιμίλιου Χουρμούζιου, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον ποιητή στο ψυχιατρείο, η Καθημερινή δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό αυτό κείμενο από τις 23 έως τις 29 Ιουνίου του 1929, συνοδεύοντας τις πρώτες δύο δημοσιεύσεις με φωτογραφίες του ποιητή μέσα από το Δρομοκαΐτειο.
Ο σκηνοθέτης Γ. Αναστασάκης σημειώνει ότι ο Φιλύρας ναι μεν είναι κλεισμένος σε ένα ψυχιατρείο ανάμεσα σε ψυχασθενείς, η αγωνία του όμως είναι ότι «δεν είναι τόσο τρελός όσο θα έπρεπε. Επειδή διαθέτει μνήμη δεν είναι τόσο τρελός. Οι άλλοι εκεί μέσα δεν θυμούνται την έξω ζωή. Αυτός δεν ταυτίστηκε με τους άλλους, ήταν μια περιπλανώμενη σκιά ποιητή ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν χαθεί στον δικό τους κόσμο. Δεν ανήκει λοιπόν ούτε στους έξω ούτε στους μέσα. Πολλές φορές πέφτει σε αντιφάσεις, αν θέλει να ζήσει έξω με τους γνωστικούς, τους λογικούς ή να μείνει εκεί μέσα. Του αρέσει να λέει ότι ήταν επιλογή του το Δρομοκαΐτειο. Ενας αυτεγκλεισμός. Ισως, τελικά, έχουμε μια κλασική περίπτωση ιδρυματοποίησης».
«Οταν συνήλθα – με μάζεψαν κάτι περαστικοί – τρικλίζοντας, τράβηξα για το ξενοδοχείον μου. Από τότε κατάλαβα ότι είχα παραισθήσεις. Και ήλθα εδώ στο Δρομοκαΐτειον με όλη τη θέλησίν μου για να γίνω καλά».
«Πουθενά αλλού το αίσθημα της ερημιάς, της απομονώσεως, δεν είνε τόσο οδυνηρά καταθλιπτικόν όσο εις το άσυλο των παραφρόνων. Ο,τι χαρακτηρίζει την τρέλλαν είνε ένας απόλυτος και αθώος εγωισμός που αιχμαλωτίζει αδιέξοδα την ψυχήν μέσα εις τον ίλιγγον των υποκειμενικών παραισθήσεών της. Καμμιά επικοινωνία με την πραγματικότητα, καμμιά επαφή με τους “άλλους”, κανένας τρόπος συνεννοήσεως μεταξύ του ενός και του άλλου τρελλού».
«Πάντως, πριν καν μπει «μέσα»», επισημαίνει ο Γ. Αναστασάκης, «έκανε πράγματα που έδειχναν ότι δεν πάει καλά. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, έχασε και δύο δάχτυλα. Οταν τραυματίστηκε, απέστειλε ο ίδιος τηλεγράφημα στην Αθήνα ότι πέθανε. Μόλις που πρόλαβε τη δημοσίευση νεκρολογιών, δικαιολογούμενος ότι «αστειευόταν».
[…]Αύριο οι εφημερίδες θα είχαν τη νεκρολογία του. Και ω του θαύματος! Την άλλη μέρα οι εφημερίδες αφιέρωναν στήλες ολόκληρες στην Τραγικήν αυτοκτονίαν.
Οι συγγενείς και οι φίλοι του Γαλαζή πλημμύριζαν το σπίτι του σε ομάδες.
Πάει ο Γαλάζής! Δάκρυα, λύγμοί, λιποθυμίες εμπροστά στη θύρα.
Επάνω στο πάτωμα του αντρέ ο αθεόφοβος Γαλαζής είχε χαράξει από καιρό την Πεντάλφα της Αρλούμπας, που τώρα τη διασκέλιζαν χωρίς υποψία τόσοι άνθρωποι, τη στιγμή που αυτός στο νοσοκομείο γελούσε – στο χάδι των αγαθών γονιών, το πλατύ γέλιο του Χαχαμίου.
(από το πεζογράφημα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, «Ο θεατρίνος της ζωής» 1916).
Τα άπαντά του επιχείρησε να συγκεντρώσει και κυκλοφόρησε το 1939 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο οποίος είχε απευθύνει έκκληση σε όσους είχαν χειρόγραφα του ποιητή να του τα αποστείλουν. Μεσολάβησε όμως ο πόλεμος και η προσπάθεια έμεινε ημιτελής. Το 1974 ο ποιητής Τάσος Κόρφης εξέδωσε 70 από τα ποιήματα που είχε γράψει ο Φιλύρας κατά τη διάρκεια του δεκαπεντάχρονου εγκλεισμού του στο Δρομοκαίτειο (Ρώμος Φιλύρας. Συμβολή στη ζωή και το έργο του). Ανέκδοτα ποιήματά του εξέδωσε πολύ αργότερα ο Ναπολέων Παπαγεωργίου (Πορτραίτα και κειμήλια, 1981).
Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον και άλλα αυτοβιογραφικά που περιλαμβάνει τρία αφηγηματικά κείμενα. Το O θεατρίνος της ζωής, που κυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1916. Το η Παράδοξη αυτοβιογραφία του ποιητού Ρώμου Φιλύρα, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εβδομαδιαία εφημερίδα Οικογένεια, το 1927. Και το H ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στην Καθημερινή το 1929 , δύο χρόνια μετά την εισαγωγή του ποιητή στο ίδρυμα.
Το 2013, με αφορμή τα 70 χρόνια από τον θάνατό του το 2012, κυκλοφόρησαν σε δίτομη συγκεντρωτική έκδοση, με την επιμέλεια του Χ. Λ. Καράογλου και της Αμαλίας Ξυνογαλά, τα ποιήματα των έξι εκδομένων ποιητικών συλλογών του Φιλύρα και όλα τα ποιήματα τα εγκατεσπαρμένα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του. Η έκδοση ολοκληρώνεται με ευρετήρια τίτλων και πρώτων στίχων, σημειώσεις και γλωσσάρι. Ο βιβλιογραφικός μόχθος των επιμελητών είναι τιτάνιος, δεδομένων των δυσκολιών ανεύρεσης πολλών αυτογράφων του Φιλύρα. Δεν κατάφεραν να τα εντοπίσουν όλα και το ομολογούν. Τα ευρεθέντα που δημοσιεύουν όμως υλοποιούν το αρχικό σχέδιο του Χουρμούζιου και αρκούν για την επανεκτίμηση μιας πολύ ενδιαφέρουσας αλλά ξεχασμένης λυρικής φωνής.
Μερικά αποσπάσματα από τα τρία αφηγηματικά κείμενα:
[…]
Τον ένιωθαν σύμφωνα προς την αληθοφάνεια των επιθυμιών του, των θλίψεών του, των πεισμάτων του. Τα μάτια των απλών ανθρώπων βλέπουν τα πράγματα από την πλάστική τους όψη και είναι φυγαλέα γι’ αυτά η κίνηση, και η απόχρωση τους ξεφεύγει. Κάθου γύρευε την διαφάνεια και το υπονοούμενο, τον υπαινιγμό και το κρυμμένο κίνητρο…
[…]
Γιατί του είχε κολλησει η ιδέα πως από τα σχολικά δεν ήσαν τα Μαθηματικά μάθημα, που μπορούσε να του οξύνει την αίσθηση και την κρίση; γιατί είχε την αρχή, όσο ήταν συνδεμένος με τα θρανία, να μην έχει καμμιά σχέση με τη θετικότητα και τον απτό πραγματισμό. Ήθελε να μιλεί με το Σύννεφο, να βρίσκεται κάτω απ΄τη σκιά του, να χαίρεται σ’ ό,τι είναι απόμακρο και ονειρεμένο, να βρίσκει θέλγητρο στις περιπλοκίες και στα κουβαριάσματα των σχετικοτήτων. Επάνω στον Πίνακα ο Κόσμος συλλαμβάνεται στη γραμμή του, το Σύμπαν καθορίζεται με τα σημεία και αριθμούς, ο Άνθρωπος αντικρύζει την παρατικότητα περικλεισμένη στο τελλάρο της, τα κεντίδια των λεπτομερειών της κλείνονται σε σύνολο και το Αχαλίνωτο πειθαρχείται, Κοκκίδα προς κοκκίδα βεβαιώνεται απάνω στον Πίνακα η Αρμονία και αναμέλπεται με τους αριθμούς το αλάλητο τραγούδι της Παγιότητος…
Σα σε σειρήνες έκλεινε τα’ αφτιά του ο Γαλαζής ακούοντας την καταστρωσή των εξισώσεων και τη ρεαλιστική παράταξη των λογαρίθμων. Τα Κλάσματα μόνο και οι Δεκαδικοί τον ενδιέφεραν. Γιατί αυτά είναι οι λεπτομεριασμοί της Αριθμητικής και αντιπροσωπεύουν το φραγκμέντο. Ακριβώς : το κομμάτιασμα του Ολάκερου, η κατάτμηση του Όλου τον κατακτούσε! Αλλά φαίνεται πως τον έμαγνήτιζε και η Αναβολή. Γιατί η Αναβολή θέλγει σαν Απιθανότης!
[…]
Α!! και το Κόρο!! Έδινε ιδιαίτερη σημασία στο Κόρο ο Γαλαζής. Το Κόρο είναι ο Λαός που στηρίζει την Κοινωνία επομένως και ένα Έργο και μάλιστα μια Οπερέττα!
…οι αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες, τα μαζώματα, οι αποτυχημένοι, οι αλήτες αυτοί ήταν ταπεινοί, σεμνοί δειλοί, αυτοί είναι «φως του κόσμου». Οι κομπάρσοι είναι η βάση του θεάτρου, Δεν έχουν εγωισμό, η φωνή τους δεν ξεχωρίζει και δεν είναι δυνατόν να παραβληθεί με τις φωνές των πρωταγωνιστών και μένουν εις την αφάνεια! το Κόρο είναι το Ωμέγα της Δημιουργίας, η απόφανση του φτωχού λαού. Η φωνή τους δεν ακούεται χωριστή και φεύγουν αύριο, χάνονται πεθαίνουν και κάνεις δεν βρίσκεται να τους αναφέρει, να βεβαιώσει ότι άκουσε τη φωνή τους, ότι κάτι έκαμαν, κάτι προσέφεραν σ’ αυτόν τον κόσμο, κάτι αφήσαν πίσω τους, κάτι εψιθύρισαν φεύγοντας.
Δεν υψώνουν τη φωνή τους. Φοβάται να την υψώσει καθένας χωριστά, μήπως ξεχωρίσει η νότα της και ανταγωνισθεί τη φωνή του τενόρου και θυμώσει αυτός και αγριέψει και ζητήσει το διώξιμό τους από το θίασο.
Αποσπάσματα από το πεζογράφημα, αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, «Ο θεατρίνος της ζωής» (1916).
[…]
Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ τη ζωή μου; Διέρρευσε σε τρία μέρη, πιο πολύ, στο Κιάτο, στον Πειραιά και στας Αθήνας… Μοίρα περίεργη μ’ έκαμε να μην ταξιδέψω ώς τώρα παρά σε λίγα μέρη της Ελλάδος. Τόση Ευρώπη, Βαλκάνια και Ανατολή, Αίγυπτος και τόσα έθνη, εις τα οποία ταξιδεύουν χρόνια ολόκληρα τα παιδιά μου, εγώ δεν τα είδα ποτέ, γιατί δεν είχα ποτέ τα μέσα να ταξιδέψω, όχι μόνον να ταξιδέψω, αλλ’ απλώς και να ζήσω επαρκώς εδώ που είμαι και μάλιστα τα τελευταία τρία χρόνια… Λες και έγινε επίτηδες αυτό εναντίον μου από τις μητέρες μου κι απ’ όλα τα παιδιά μου μαζύ, κι ακόμα από μιαν μοχθηρή και βάρβαρη γυναίκα που με κατέστησε τον δυστυχισμένον και που μ’ έπληξε καιρίως. Και ήτο βασίλισσα της Ελλάδος αυτή η κυρία και θεωρείται ακόμη, και υπάρχουν άνθρωποι που την υποστήριξαν, επειδή επεδεικνύετο αλτρουίστρια και εμόχθη διά τον Ερυθρόν Σταυρόν και τους τραυματίας, προς απλήν βεβαίως συντήρησιν του θρόνου της.
…
Ο πατέρας μου ήταν πολύ αγαθός και αγνός άνθρωπος, αλλά τον εγκρίνιαζε για τις ρητορικές του κλίσεις η μητέρα μου, η Ασπασία Σαρεγιάννη, μια μεγάλη φυσιογνωμία ενάρετης και ωραίας και αρχοντικής γυναικός, η οποία είχε φορέσει το στέφανο του μαρτυρίου από οικονομικής απόψεως σ’ όλη της τη ζωή και τη ζωή των δυο παιδιών της, γιατ’ ήταν ανιδιοτελής και καλή και από θερμότητα, καλωσύνην, αλληλοβοήθειαν και αλληλεγγύην, ενέδιδε στας μηχανορραφικάς πιέσεις των συγγενισσών της και των συγγενών της, αι οποίαι όλαι, αι περισσότεραι σχεδόν, έκαμαν τη μπάζα των πλουτίζουσαι, ενώ εκείνη έμενε και έμεινε μέχρι τέλους πτωχή, μη λαβούσα ποτέ καμμίαν αμοιβήν ή ηθικήν υποστήριξιν από καμμιάν από τας δήθεν φίλας της και συγγένισσές της, από τις παραδόπιστες και ολέθριες αυτές κυρίες, για τον ήρεμον οικογενειακό μας βίο. Και δεν είνε φυσικό, δεν είνε πρέπον, θα ήταν μάλιστα αναίδεια, αυθάδεια, αντιστροφή των όρων της φύσεως και ασέβεια προς τη μνήμη της, να μη την δικαιολογήσω ειλικρινώς για όσα είδα από αυτή, που είνε και τα καλλίτερα δώρα που μου χάρισε.
Τιμή λοιπόν στο αριστοκρατικώτατο, καθάριο αίμα της και στην αγία και λατρευτή παράδοση της θείας γενεάς της, που της επέβαλε έθιμο προαιώνιο, πηγή ζωής για το μεγαλύτερο θετό ή όχι γυιό της, με την περίπαθην υπόκρουσι και πρίμα κυριαρχία της μουσικής, της αγάπης, του πόνου και του βασάνου. Σήμερα που ξυπνώ ξαφνιασμένος, μα όχι και ταραγμένος πολύ στην πραγματικότητα, ανοίγω τα μάτια μου και την αγαπώ περισσότερο. Αχ! γιατί να πεθάνη!… Ποτέ δεν το πίστεψα αυτό πραγματικώς, πως μπορεί να πεθάνη και δεν ήθελα να πεθάνη, σαν αυτό να εξηρτάτο από εμένα! Έκλαιγα στην ιδέα πως μπορούσε να πεθάνη μια μέρα και τη στιγμή εκείνη που, ανήσυχος, δεν επρόσμενα να ’δω ποτέ στη ζωή μου, την εδοκίμασα μια ’μέρα τραγικά, ύστερα από σειρά βασάνων, που της επέβαλε ο καρκίνος που την έρριξε στο κρεββάτι έπειτ’ απ’ όγκους που της ενεφάνισε κοντά στο σαγόνι, με τραγικές «μεταστάσεις» και συνέπειες λεπτομερειακές πιο πολύ για μένα, παρά για ’κείνη, από αισθητικής μάλιστα απόψεως. Είνε τραγικό, είνε απίστευτο, πως ό,τι κι αν μου λένε σήμερα, εγώ τη θεωρώ πάντα και στον αιώνα μητέρα μου πραγματική, αφού ηθικώς και ψυχικώς και στην ανατροφή και στο αίσθημα, ήταν πάντα η «μαμά» μου η ακριβή, η μάννα η παθητική, η μητέρα η καλόκαρδη, που τη θεωρούσα τσιγκούνα μόνο, ενώ δεν ήταν, αφού δεν είχεν επαρκή τα μέσα. Έτσι την εξεμεταλλεύοντο οι άλλες. Έμπαιναν κι επενέβαιναν στο σπίτι, σαν να ήταν στο δικό τους, καταχρώμεναι της καλωσύνης.
…
Ο άντρας της, γιατρός, παράστεκε, λένε, στη γέννα μου και μ’ έβγαλε απ’ την κοιλιά της μάννας μου, αν βγήκα απ’ αυτή, όπως μου ’λεγαν, που σήμερα ξέρω καλά, όχι επειδή μου το ’παν, μα γιατί το αισθάνθηκα, πως δε… βγήκα. Υπήρχαν βλέπετε λόγοι να κρυφτή η προέλευσίς μου. Λόγοι που θα χτυπούσαν άσχημα σ’ ένα μικρό κωμοπολικό χωριό, σε στενή περιφέρεια. Κι έτσι έφτιασαν το μύθο πως γεννήθηκ’ απ’ το νόμιμο δεσμό του νομικού και πραγματικού πατέρα μου και της νόμιμης, αλλά μη πραγματικής, δηλαδή μη φυσικής, μάννας μου. Είπαν πως γεννήθηκα στο σπίτι ενός Μαγκαφά, στο Κιάτο, και η μάννα μου, η νόμιμη κι όχι πραγματική, ήταν σκεπασμένη με μαύρο μποξά, μπαμπουλωμένη σαν γνήσια Βοναπαρτίνα Τουρκοπούλα!
[…]
Είχαν μαζευτή τέλος πάντων, στην εποχή της νειότης μου, από την Κόρινθον ώς το Ντερβένι, προ πάντων στο Κιάτο και στο Ξυλόκαστρο, όλοι οι αυτοκρατορικοί, βασιλικοί, μαρκησιακοί, πριγκηπικοί, δουκικοί, κομητικοί και μπέικοι και πασαλίδικοι, Τουρκικής κι Αλβανικής και Μαυριτανικής καταγωγής, κι αριστοκρατικοί ή αρχοντικοί γόνοι, σε αυτά τα δυο μικρά μέρη, φερτοί κι απ’ τη Βοστίτσα, το Καμάρι, τ’ Αρφαρά, την Πάτρα, τον Πύργο, τη Μεσσηνία, την Τρίπολι, τη Σπάρτη, τη Μάνη!!! κ.λ.π.
Κι ο δυνατότερης, κρυμμένης καταγωγής κι αυθεντικώτερης, ήμουν εγώ, που δεν ανέβηκ’ ακόμα σε θρόνο, διάδοχος με τα μεγαλύτερα σύγχρονα δικαιώματα σε τόσα έθνη απ’ τις δυναστείες τους, «ινκόγνιτος» αφημένος να ωριμάση σε αστική οικογένεια, να εκπαιδευθή ελληνόπρεπα κι όχι μαλθακά να βασανιστή, να υποφέρη, αντίθετα προς τους πριγκηπάκηδες τους μαμμόθρεφτους…
Τώρα ξεπέσαν τα τυπικά μεγαλεία κι οι θρόνοι, και το μεγαλείο της εργασίας και της αξίας κυβερνά δικαιότερα τον κόσμο, το γνήσιο μεγαλείο του αίματος ριχτό μέσ’ στην πάλη, όπου δε μπορεί παρά να διακριθή, αφού αίμα δυνατό είν’ αυτό, επομένως πνεύμα, ικανότης, μεγαλείο ψυχής που λάμπει κι αστράφτει όπου και να βρεθή, γιατί ο κόσμος κι η ζωή κι η βιοπάλη είν’ ίδια, όπου κι αν βρίσκεται κανείς, στα παλάτια ή στα καλύβια…
Στις «βεγκέρες» μ’ έπαιρναν συχνά οι γονείς μου μαζύ, όταν δεν ήμουν κουρασμένος ή δεν είχα να διαβάσω. Αλλά πολλές φορές, ενώ συζητούσαν οι άλλοι στη αυλή ενός σπιτιού, μετά το δείπνο, εμένα, που δεν ήμουν πολύ συζητητικός μ’ έπαιρνε ο ύπνος.
…
Κι όμως ήμουν καλός. Το ζάλισμα απ’ την υπεραιμία μου, μου ’φερνε την πλήξι και τη μελαγχολία. Γι’ αυτό, όταν δε μπορούσα να κοιμηθώ, μου δίναν ναρκωτικά και τότε συνέβαιναν κι οι βέβαια ενεργητικές ή μυστικές, αλλά πάντως και περίεργες ερωτικές συντηχιές κατά την ώρα του υπνοναρκωμού, του αποκαρώματος, που επί τόσα χρόνια αγνοούσα εξ ολοκλήρου. Αν είχα το κέφι ν’ αναμνησθώ τι συνέβαινε, έπρεπε να μείνω σε έκστασι ολόκληρες ώρες, από ηδυπάθεια παθολογική: Αλλά με φτάνει που βρίσκω τις εποχές, από την ηλικία των «ναρκωτικών παιδιών μου», όπως τα λέω, όταν τα ρωτάω: Τα ναρκωτικά εξηκολούθησαν σποραδικά στη ζωή μου συχνά ώς το 1921, αραιότερα από τότε ώς τώρα…
Ό,τι με φλόγιζε περισσότερο στην παιδική, την εφηβική μου ηλικία και τώρα και πάντα, ήταν η προσήλωσι στη ρυθμική και στην έμμετρη δημιουργική εργασία: Το να γράφω ποιήματα, το να ριμάρω στίχους, ήταν, είνε και θα είνε ο μοναδικός στη ζωή μου προορισμός, η μόνη μου κατεύθυνσις και φιλοδοξία. Όταν ήμουν πιο μικρός, σε στιγμές ανόητες σκέψεως, έλεγα:
― Αν δεν γίνω εντός τριών ετών μεγάλος ποιητής, θ’ αυτοκτονήσω!
Πολλοί καλοθεληταί ή κοτσομπόληδες, μοχθηροί ή αντίζηλοι, όπως θέλετε, περιγελούσαν τότε αυτή μου την κουταμάρα, αποδίδοντες εις ερωτικά ή άλλα ελατήρια τον αφορισμό μου: Πατούσαν και πατούν στην πήττα, γιατί ποτέ δεν βρέθηκα ή πιστεύω να βρεθώ στη ζωή μου σε τόσο θολή ψυχολογική κατάστασι, ώστε να αισθανθώ την ανάγκη ν’ αφαιρέσω μόνος μου τη ζωή μου, εκτός αν βρεθώ πιεσμένος από δεινότατα περιστατικά και πάλι το αγαθό της ζωής θα ’χη αιώνιο για μένα το θέλγητρό του…
Φιλίες παιδικές του σχολείου και του παιχνιδιού, της αμπάριζας και της εκδρομής, είχα πολλές.
Έξη τάξεις τελείωσα στο λεγόμενο πλήρες Δημοτικό κι έμεινα δυο χρόνια στην έκτη, γιατί απερρίφθην στις εξετάσεις που ’δωσα για το σχολαρχείο, καθυστερήσας, όπως πάντα, στα Μαθηματικά, που δεν τα μελετούσα από φυσικήν αντιπάθεια, γιατί από μικρός δεν είχα καθόλου κλίσι σ’ αυτά. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος των αριθμών και του υπολογισμού, ούτε τότε, ούτε και τώρα, ούτε ποτέ! Και όμως είνε ένα τόσο θετικό και δημιουργικό μάθημα, που μετανοώ τώρα γιατί δεν επεδόθην σ’ αυτό όταν ήταν ακόμη καιρός.
Ο πατέρας μου, σχολάρχης, Ελληνιστής και τεχνολόγος, χαιρόταν βέβαια που επεδιδόμην περισσότερο στα Ελληνικά, αλλά εθλιβόταν συγχρόνως που παραμελούσα ένα μάθημα τόσο πρακτικό, που θα συντελούσε και στο μέλλον στην επαγγελματικήν ανάδειξίν μου.
…
Και όμως ήταν φυσικό μου φαίνεται να γίνω του εμμέτρου λόγου μύστης. Για να ομολογήσω όμως την αλήθεια: Το μόνο ιδανικό της ζωής μου ήταν ανέκαθεν και είνε και θα είνε η ποίησις, η ποιητική δημιουργία, το ποίημα. Το έμμετρο έργο!… Πιστεύω πως δεν αξίζει τίποτ’ άλλο στον κόσμο περισσότερο από το ποίημα, πως όλα τα άλλα είνε πρόσκαιρα, εκτός απ’ την τέχνη, το έργο της τέχνης, ποίημα, εικόνα, μουσική, γλυπτικό έργο, αρχιτεκτόνημα, διακοσμητική, κέντημα κ.λ.π. Κι όμως, ο άνθρωπος, ενόσω ζη, όσο αριστοκρατικώτερη ψυχή αν είνε, τόσο υποφέρει οικονομικώς και ψυχικώς στην εποχή του, όσο φίνος είνε, τόσο πονάει ευκολώτερα για την αποτυχία στη ζωή του… Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας όμως εις όλα τα πράγματα κι οι συνέπειές των…
[….]
Ό,τι με εφλόγιζε στη ζωή μου, ήταν το να είμαι, αν ήμουν, αν μπορούσα να είμαι ή και να μπορούσα να γίνω, τελειοποιών ό,τι είχα μέσα μου ως «φυσικόν δώρον» στην υψηλότερα και ανωτέρα σημασία της λέξεως: «Ποιητής». Δεν εύρισκα μεγαλύτερον προορισμόν για τη ζωή ενός φωτισμένου, Διανοητικού ανθρώπου, από το να είνε, αν ήτο, δημιουργός, δηλαδή ποιητής, λυρικός υμνητής, ενθουσιώδης απολογητής της ζωής, του συναισθήματος και της συγκινήσεως, της χαράς, του πόνου, του έρωτος, του καϋμού και του θανάτου. Όλα, έλεγα μέσα μου, είν’ ένα επάγγελμα, μία επιστήμη, εμπόριο, βιομηχανία, βιοπάλη, χρήμα και ύλη: Ό,τι μένει, ό,τι μας υψώνει επάνω από τα καθημερινά, ό,τι μας δονεί, μας συγκινεί, μας ενθουσιάζει, μας ρίχνει σ’ έκστασι, μας συνεπαίρνει και μας ανεβάζει στα ύψη της αισθήσεως, είνε αυτό το ποσόν συγκεκινημένης και ευνοϊκής εις συγκίνησιν ουσίας, που έχουμε μέσα μας, δηλαδή εκείνο που λέγεται τάλαντον, επομένως η Τέχνη, ιδίως η θεία Ποίησις, ο Λόγος, που είνε «εν αρχή», όπως είπε κι ο Χριστός, η έκφρασις του συναισθήματός μας, η μετουσιωμένη σε ρυθμό και σε ήχο συγκίνησίς μας, το κρυφό μας αίσθημα ή μαράζι, η αγάπη μας, ο παλμός της ζωής μας.
[…]
Ο διπλανός μου είναι ένας άνθρωπος που ταξιδεύει. Προτού πλαγιάσουμε στο θάλαμο για να κοιμηθούμε, βγάνει από τις τσέπες του ένα σωρό παλιόχαρτα και ατελείωτα κουβάρια σπάγγους, πακετάρει μεθοδικά το κρεβάτι του, τα ρούχα, τα παπούτσια του και μας λέει αντί για καληνύχτα «καλή αντάμωση». Ταξιδεύει, πάει στη Λειψία, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Αίγυπτο, Ινδίες, Μαρόκο… Επιτρέπεται ο πρώτος τυχών νοσοκομάκος με ένα σκούντημα να ξυπνάει και να ξαναφέρνει πάλι πίσω στο Δρομοκαΐτειο τον άνθρωπο που του δόθηκε με λίγα παλιόχορτα και κάτι σπάγγους να ταξιδεύει σαν το πουλί, να κάνει κάθε νύχτα κι από ένα θείο ταξίδι; Μια φορά που τον εξύπνησεν απότομα ο νοσοκόμος, του φώναξε απελπισμένα: Άσε με, για το Θεό, χάνω το τρένο!
Είναι σύστημα αυτό, είναι κούρα αυτή, να παίρνουν τη μόνη ευτυχία που απομένει στον τρελό; Τον γιατρεύουμε, μας λένε. Μπράβο! Κι όταν γίνει καλά, θα ξανακάνει ποτέ του ταξίδι με ένα κομμάτι σπάγγο; Ζήτω η τρέλα! Εγώ ο Ρώμος το φωνάζω.
…
Η ίδια ώρα χτυπά και για τρελούς και για γνωστικούς.
…
Και γιατί ξαγρυπνούν γύρω μας οι νοσοκόμοι; Μοιάζει σαν ειρωνεία, σαν το «φύλακες γρηγορείτε» των φυλακών. Γρηγορείτε μην τύχει και σας φύγει κανείς! Μην τύχει και χάσουν την παρτίδα του παιχνιδιού έξω, σ΄αυτόν τον παράλογο κόσμο. Τι λόγος! Μήπως επρόκειτο ποτέ να κερδίσουμε;……………Εδώ αγαπούμε-αλλίμονο- πιότερο τη ζωή. Γιατί τη χάνουμε και την ξαναβρίσκουμε τυχαία.
…
Η ώρα της πρωινής επισκέψεως των γιατρών- τι παράλογη κι ανώφελη φασαρία. Δεν καταλαβαίνω την επιμονή τους να θέλουν καλά και σώνει να μας γιατρέψουν. Να μας γιατρέψουν! Πρώτον, που δεν είναι τόσο εύκολο. Κι έπειτα, είναι απαραίτητο;……
Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από τη λογική. Από τη λογική κι από τη μνήμη που μου απέμεινε, να μην ξαναθυμάμαι τον άμετρο πόθο της ζωής. Να, ελάτε σε μένα, λευκοφόροι ψυχίατροι. Σκύφτε επάνω μου: γιατί εγώ θυμάμαι. Σ΄αυτόν το θάλαμο κανείς άλλος δε θυμάται πιά εκτός από μένα!
…
Κάνω γκάφες τη μιά πάνω στην άλλη! Ρωτώ συνέχεια -ο αφελής- τα υπέροχα πρόσωπα της κοινωνίας των τρελών και δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια. Ο Θεός, ο τα πάντα επισκοπών, με βλέπει από το θρόνο του -έναν παλιοτενεκέ του πετρελαίου- και μου κάνει νεύμα να πλησιάσω.
–Άκουσε να σου πω, μου λέει αγέρωχος κι οργίλος…Πρέπει να μάθεις να φέρεσαι. Σου δίνω δυό μέρες καιρό.
-Τι πρέπει, αν επιτρέπει η παντοδυναμία σου, να κάνω σε δυό μέρες;
-Να μη μας περνάς για τρελούς!
Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον. Ο θάνατος
Ο μόνος που μας θυμάται συχνά είν’ ο θάνατος. Ακούει τη μυστική μας επίκλησι, στο αργό ατελείωτο μέτρημα των ραθύμων στιγμών της βαρυθυμίας μας, την άφωνη εκ βαθέων ευχή μας, απάνω στον ταραγμένο ύπνο μας, κι έρχεται, παρηγορητής και γοργοεπήκοος, κομίζοντας τα υπέρτατα δώρα του τα γλυκόπιοτα δυνατά βάλσαμά του, που μας χαρίζουν ό,τι δεν μπορούν να μας χαρίσουν η βερονάλη και η χλωράλη ούτε κανένα ναρκωτικό ή παυσώδυνο… την τελειωτική, την υπέρτατη κάλμα… τη γλυκειά δροσοπαροχή λύτρωσι… Πόσες φορές δεν τον ονειρεύονται στον ύπνο του και στον ξύπνο, τα πολυβασανισμένα νευρόσπαστα των ψυχώσεων, στα τραγικά φωτεινά τους διαλείμματα, πόσες φορές δεν ονειρεύονται να τους χαμογελά, σα μια θαμπή ελπίδα γλυκοχαραυγής, ανάμεσα από την αχλύ και τον ζόφο, που τους σκεπάζει τα ταραγμένα τους λογικά…
Και ξέρουν πως το γλυκό τους όνειρο, η ελπίδα κι η γλυκαπαντοχή των βασανισμένων, αργά ή γρήγορα, θα στέρξη μια φορά. Είνε κι αυτό μια παρηγοριά, η μοναχή εδώ μέσα παρηγοριά μας… Όλοι κι αν μας ξεχάσουν, αυτός θα θυμηθή…
…
Ο θάνατος, μεταξύ των ψυχοπαθών γενικώς είνε κάτι το συνηθισμένο! ― Σε 650 αρρώστους εναλλασσομένους κατά διετίαν και κατά μέσον όρον κατά το ήμισυ ―αρρώστους που υπόκεινται σε βίαιες κρίσεις, σε κεραυνοβόλους παροξυσμούς, σε θανάσιμες εγκεφαλικές συμφορήσεις― είνε φυσικό να υποκύπτουν στον αιφνίδιο αποδεκατισμό ή στην αργή φθορά της αρρώστειας, τουλάχιστον 100-150 το χρόνο. Τότε το μακρυνό, παρά την Αγίαν Βαρβάραν, νεκροταφείον του Δρομοκαϊτείου, που το χώμα του έχει σκεπάσει απ’ τους δικούς μας το Βιζυηνό, το Μητσάκη, και τόσους άλλους ακόμη, κι οπού είνε τόσο μικρό, ώστε κάθε δυο-τρία χρόνια να βγαίνουν οι παλαιότεροι σταυροί για να μπαίνουν οι νέοι, δέχεται τους επιταφίους ψαλμούς τού εκάστοτε παπά και του ψάλτη, και την πένθιμη και μικρή συνοδεία των νοσοκόμων. Τότε, το μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων ―που διακοσμείται τώρα με εικόνες και τοιχογραφικά ζωγραφήματα από την ζωγράφο κ. Κοντοπούλου και δι’ εξόδων της φιλοτέχνου κ. Καλλιόπης Γιαννίρη, που διαθέτει γι’ αυτό όλες τις εισπράξεις από τα καναρίνια που συντηρεί και διατρέφει εδώ, γίνεται θέατρο συνταρακτικής παραστάσεως, που και η σπαραξικάρδιος ανθρωποπάθεια του Αισχύλου ωχριά σχεδόν ενώπιον του απλού αλλά μεστού ελέους και τρόμου θεάματος… Εδώ οι κηδείες είνε σαν κρυφές και αγνοημένες από τον άλλο κόσμο. Τις ακολουθούν λίγοι ή ένα-δύο στενοί συγγενείς, και κάποτε και κανείς, όταν ο θάνατος είν’ αιφνίδιος ή βαρέθηκαν να ’ρθουν από την Αθήνα οι γνωστοί τού… αδόξου νεκρού… Εδώ, ο θάνατος φανερώνεται σε όλο το φρικτό μεγαλείο του ―σαν καγχασμός μαζύ και σαν θρήνος… Εδώ ακούμε την συνταρακτική ευφράδειαν των νεκρωσίμων ψαλμών, σαν πουλιά που τραγουδάνε στο πεύκο, και στην ψυχή μας την τέφρινη, την ελπίδα μιας ανεύρετης χαράς… «Ο πηλός μεμελάνωται· το σκεύος ερράγη· άρτι λύεται η πονηρά του βίου πανήγυρις…» Και η αυλαία πέφτει στην πρασινάδα και στην τέφρα μαζύ… Τι μένει;… Ούτε χαραμάδα.
Ποιήματα
ΣΟΝΕΤΟ
Φ. Λ.
Γλυκούλι μεσουράνημα η ζωή σου
και φθάνω αργά, μα είναι καιρός ακόμη,
στο χείλι σου αν δεν κελαηδεί μια γνώμη,
θα τρυγέψεις, θα σφίξεις την ψυχή σου.
Με χείλη διψασμένα εγώ στην κόμη
θ’ αφήσω σου φιλιά, που μιας Αβύσσου
το σύρσιμό τους πνοηστό, μαζί σου,
να γίνω ένα κι ας μη θεν οι Νόμοι!
Στη φθινοπωρινή, ξέθωρη ώρα,
άσπρων μαλλιών κι αν ήταν υποψία,
θαν τα φιλούσα πιο θερμά, με θεία
Έξαρση, κι αν ρυτίδας στη μορφή σου
τη χαρακιά τη μαγική αντικρίσω,
πιστήν αγάπη να μην πάρω πίσω.
[Δημοσιεύτηκε στο λαϊκό περιοδικό «Τα Πανελλήνια», στο τχ. 1 (26 Σεπτεμβρίου 1921), σελ. 2, με υπογραφή Ρώμος Φιλύρας και με σήμανση ημερομηνίας 19-9-21. ]
Πορτραίτο
Στο δρόμο, που το πλήθος τρέχει αδιάφορο
για κάθε ωραίο, αγάλι επερπατούσες,
έμοιαζες σα να σε ύψωνε πνοή
και τίποτα σα να μην εμισούσες.
Το βήμα σου απαλό σαν Απολύτρωση
κι η όψη σου ολόασπρη σαν κρίνο
κι έπεφτε η λάμψη της ματιάς κι εφάνταζε
το γαληνό χαμόγελό σου εκείνο!
Ένας ιερεύς κάποιας θρησκείας απόκοσμης
ή από του Βελασκέζ το θείο χρωστήρα
ζωγραφισμένος Ανδαλούσιος άρχοντας,
πρόβαινες μέσ’ την ανθρωποπλημμύρα.
Στον πολυθόρυβο το δρόμο ένα πρωί σ’ αντίκρυσα
όραμα πράο, άυλο, της αγιωσύνης
και στην ψυχή μου απόμεινες σαν είδωλο
μιας αιθερίας, ονειρευτής γαλήνης.
[έχει καταγραφεί ως δημοσιευμένο στην εφημερίδα Κορινθία του Κιάτου στις 20.3.1938. Ωστόσο, είχε πρωτοδημοσιευτεί πολλά χρόνια νωρίτερα, στο περιοδικό Τα Πανελλήνια (τχ. 4, 22.10.1921), με τον τίτλο «Στο πορτρέτο της Δος Αλίκης Θεοδωρίδη» με τον υπότιτλο «(Έργο Αλμπέρ Μιλλ)».]
Στο Στάλιν
Μαύρη Αρκτος, στο βράχο τού Καυκάσου,
στην Οδησσό και στη Νοβοροσίσκη,
άλλον, σήμερα, η ζήτηση, δε βρίσκει,
Μέγαν, σ’ έντονη δύναμη, του Ασου,
διαβαίνει, η Ανθρωπότης κι απεικάσου
ξανά, στα πόδια σου, ο λαμπρός, και μνήσκει,
άναυδη, μπρος, στο θρίαμβο, της χαράς Σου,
Μπόλσεβε, στο τρακάρισμα, και θνήσκει.
Τα Σύμπαντα, οι Αρκτούροι κι οι Στοιβάδες,
οι Αντάρηδες με τις Αμαδρυάδες,
οι Φαύνοι, οι Σεληνοί στα λευκά νέφη
κρούουν, των Πρίμων, το κρουστό το ντέφι
και μαζεύουν, από τα Κυβερνεία,
των περεολουκών, στρατούς, πηνία.
(30 Ιανουαρίου 1934, από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Άπαντα τα ευρεθέντα, Τόμος Β’)
Κ. Καρυωτάκης – ΥΠΟΘΗΚΑΙ
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν’ αρέσει.
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
Όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
Πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα*.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
(1927)
Αναφορά στους εξής στίχους του Φιλύρα :
Όχλε, λαέ βαρβάρων σπέρμα νόθο,
που τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο;
Α, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!
(«Μοίρα άγει»)
Τρίτη, 25 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Γιώργος Kοροπούλης στον Ρώμο Φιλύρα
Επιστολή
Ι.
Φάσμα περίπλοκο, Ρώμε Φιλύρα,
σ’ αγάπησα, σε διάβασα πολύ –
μα πώς να τό ‘ξερες; ποτέ δεν πήρα
το θάρρος να σου στείλω επιστολή.
(Κι άλλωστε τι να να σου ‘γραφα; Τη φύρα
των στίχων, το κενό πίσω άπ’ τον κρότο –
τα ξόρκισες αυτά στον Πιερότο.)
ΙΙ.
Μα τώρα – τώρα ήγγικεν, που λένε,
η ώρα… Κάτι άδειο νοσταλγώ
που δεν μπορεί να λιώσει ώστε να κλαίνε
κι άλλοι… Από το κλάμα θα πνιγώ
μόνος – μες στο δωμάτιο σαν να καίνε
σκουπίδια… Κι όλο χάνω βάρος… Ή
μήπως είν’ έτσι πάντοτε η ανάρρωση;…
ΙΙΙ.
Θυμάσαι; Σαν ευκάλυπτος θροΐζει
το πρωινό – και μένεις στο κρεβάτι…
Σου βάζουν βίξ, το φάρμακο πικρίζει
μα κάτω άπ’ το σεντόνι κρυφά κάτι
διαβάζεις… Βήχεις – και σου μουρμουρίζει
κάποιος… Μαμά;… Μπαμπά;… Κανείς δεν μένει
κοντά μου, ν’ απορεί και να με ψέλνει;
IV.
Κανείς δεν θα ρωτήσει πια τι να ‘χει
τούτος και αδυνάτισε, τι θέλει…
Ανάρρωση! Απο τι; Απο ποια μάχη;
Χωρίσαν την κερήθρα από το μέλι,
μου ‘μεινε μόνο ο πόνος, η στηθάγχη –
μου ‘μεινε κάτι πoυ δεν το θυμάμαι,
μα με βαραίνει -ακούς;- και το φοβάμαι…
V.
Γι’ αυτό καi απευθύνομαι σε σένα,
που ξέρεις από βάραθρα και τρέλα:
τους έδωσες μορφή, κι ηχούσαν ξένα
τα λόγια σου σαν των παιδιών… Ναι, γέλα.
γέλα ξανά – μα παίξε με κι εμένα!
[…]
-βασισμένο στο ποίημα του W.H.Auden: Letter to Lord Byron-
(από το βιβλίο Περί των γάμων υδραργύρου και θείου εκδ. ύψιλον/βιβλία 2001)
Θερμές ευχαριστίες στην Aikaterini Tempeli, το blog της οποίας http://aikaterinitempeli.wordpress.com/ στάθηκε το έναυσμα αυτής της γνωριμίας και αναζήτησης
Γ.Μ.
Πηγές:
http://wp.me/pd0i7-83
http://wp.me/pd0i7-ji
http://www.sansimera.gr/biographies/692#ixzz3HFBBgc00
http://www.kathimerini.gr/371851/article/politismos/arxeio-politismoy/o-paralogismos-twn-logikwn-kai-o-poihths-rwmos-filyras
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=182555
http://k-m-autobiographies.blogspot.gr/2009/04/73.html
http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=116
http://www.poiein.gr/archives/208/index.html
http://stithaghi.blogspot.gr/2012/08/blog-post_2.html
http://poem-for-you.blogspot.gr/2007/09/27-o-k.html
http://www.24grammata.com/?p=4044
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=548609
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=30/08/2014&id=445174
http://sarantakos.wordpress.com/2012/08/05/filyras/
https://sarantakos.wordpress.com/2013/12/08/filyras-3/
http://amaliamou.blogspot.gr/2011/05/blog-post.html
http://www.politeianet.gr/books/9789601221366-filuras-romos-university-studio-press-poiimata-deuteros-tomos-222801